top of page
ΑΡΘΡΑ ΚΑΙ ΝΕΑ
Search
Writer's pictureYannis Kapetas

ΑΙΓΙΑΛΟΣ – ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΒΟΛΗΣ & ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΧΡΗΣΗΣ - ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ -ΕΝΔΙΚΑ ΒΟΗΘΗΜΑΤA

Updated: Oct 1, 2018

ΕΝΝΟΙΑ ΑΙΓΙΑΛΟΥ: Κατά τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του Ν. 2971/2001: "Αιγιαλός" είναι η ζώνη της ξηράς, που βρέχεται από τη θάλασσα από τις μεγαλύτερες και συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων της. Ο νόμος 2971/2001 ορίζει τη διαδικασία καθορισμού του Αιγιαλού (άρθρο 3 επ. του Νόμου). Γίνεται, όμως, δεκτό ότι η ιδιότητα του αιγιαλού δεν δημιουργείται με πράξη της πολιτείας, αλλά προκύπτει από φυσικά μόνο φαινόμενα (δηλαδή τις μεγαλύτερες από τις συνήθεις αναβάσεις των κυμάτων), ο καθορισμός δε της εκτάσεως του αιγιαλού σε κάθε τοπική περίπτωση, ανήκει στην κρίση του τακτικού δικαστή και όχι της διοίκησης, ο οποίος εκτιμά ως δικαστικό τεκμήριο το διάγραμμα που συντάχθηκε από την αρμόδια επιτροπή μαζί με άλλα νόμιμα αποδεικτικά μέσα στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η εξέταση μαρτύρων (Εφ.Ναυπλ. 601/1995 ΝοΒ 1996 σελ 465 επ. ΑΠ 546/78 ΝοΒ 27, 489). Τέλος σύμφωνα με την παρ. 1 του αρ. 3 του α.ν. 2344/40 και το άρθρο 5 παρ. 6 του 2971/2001, η έκθεση της επιτροπής μεταγράφεται στη μερίδα του Δημοσίου, διαφορετικά αν συντελεστεί απαλλοτρίωση χωρίς τη μεταγραφή αυτή, δεν μεταθέτει την κυριότητα στο νέο φορέα (Κ. Παπαδόπουλος, όπ σελ. 582, ΑΠ 725/1984 ΕΕΝ 52.366, Εφ. Ναυπλ. 601/1995 ΝοΒ 1996 σελ 465 επ.).


ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗΣ ΑΠΟΒΟΛΗΣ

Κατά τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 του Ν. 2971/2001: «Ο αιγιαλός, η παραλία, η όχθη και η παρόχθια ζώνη είναι πράγματα κοινόχρηστα και ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, το οποίο τα προστατεύει και τα διαχειρίζεται».

Περαιτέρω στο άρθρο 2 παρ. 3 του α.ν. 263/1968, ορίζεται, πλην άλλων, ότι, κατά του αναφερομένου στην παράγραφο 1 του ιδίου άρθρου πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, που συντάσσεται από τον αρμόδιο οικονομικό έφορο κατά του αυτογνωμόνως επιλαμβανομένου οιουδήποτε δημοσίου κτήματος και κοινοποιείται προς τον καθ’ ου απευθύνεται, επιτρέπεται η άσκηση ανακοπής, ενώπιον του αρμόδιου Ειρηνοδίκου, εντός ανατρεπτικής προθεσμίας τριάντα (30) ημερών, από της κοινοποιήσεως, η οποία εκδικάζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. ΓΨΖ/1911 "περί προσωρινών μέτρων εις δίκας περί διακατοχής", που εφαρμόζονται αναλόγως, ότι κατά της αποφάσεως του Ειρηνοδίκου, επιτρέπεται έφεση ενώπιον του Προέδρου Πρωτοδικών, ασκούμενη εντός προθεσμίας τριάντα ημερών και εκδικαζόμενη κατά την ειδική διαδικασία της Πολιτικής Δικονομίας (άρθρ. 634 αυτής), ότι κατά της αποφάσεως του Προέδρου Πρωτοδικών "ουδέν ένδικον μέσον χωρεί" και ότι η κατά την διαδικασία του άρθρου αυτού εκδιδομένη απόφαση δεν παρακωλύει την επιδίωξη ικανοποιήσεως των εκατέρωθεν δικαιωμάτων κατά την τακτική διαδικασία. Οι προαναφερόμενες διαδικαστικές διατάξεις, και ειδικότερα η αποκλείουσα την προσβολή με οποιοδήποτε ένδικο μέσο και συνεπώς και με αίτηση αναιρέσεως που εκδίδεται επί της εφέσεως από το Πρόεδρο Πρωτοδικών (και ήδη, σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 2 του ΕισΝΚΠολΔ, από το Μονομελές Πρωτοδικείο κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ), όπως και η διάταξη, που επιτρέπει έφεση μόνο, κατά της αποφάσεως του Ειρηνοδίκου, δεν κατηργήθησαν με το άρθρο 4 του ΕισΝΚΠολΔ., ούτε με το άρθρο 1 στοιχ. ε’ , στ’ του ανωτέρω Εισαγωγικού Νόμου, συνδυαζόμενο με το άρθρο 552 Κ.Πολ.Δ., περί των υποκειμένων σε αίτηση αναιρέσεως αποφάσεων. Τούτο δε διότι η διάταξη του άρθρου 4 του ΕισΝΚΠολΔ, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως την 26η Ιουνίου 1967, είναι προγενέστερη υπό την κρίσιμη άποψη του χρόνου αποκτήσεως τυπικής νομικής ισχύος, των διατάξεων του άρθρου 2 του α.ν. 263/1968, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, την 23η Ιανουαρίου 1968 και συνεπώς δεν έχει καταργητική των νεωτέρων διατάξεων του άρθρου 2 του α.ν. 263/1968, ισχύ. Οι δε διατάξεις του άρθρου 1 στοιχ. ε’ , στ’ του αυτού Εισαγωγικού Νόμου, όπως έχουν αντικατασταθεί με το άρθρο 70 παρ. 1 του ν.δ. 958/1971, προϋποθέτουν, σύμφωνα με την έννοια τους, για την οριζόμενη κατάργηση, από της εισαγωγής του Κ.Πολ.Δ., δηλαδή από της 16ης Σεπτεμβρίου 1968 αντίθετων προγενέστερων δικονομικών διατάξεων, να ελλείπει διάφορος ειδικός ορισμός στις διατάξεις αυτές. Η διάταξη τέλος του άρθρου 552 του Κ.Πολ.Δ., η οποία απέκτησε τυπική ισχύ με την δημοσίευση στη Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της 15 Σεπτεμβρίου 1971, ως διάταξη γενική, δεν καταργεί τις περί ων ο λόγος ειδικές διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 του α.ν. 263/1968, περί του ανεπίτρεπτου της αιτήσεως αναιρέσεως κατά της επί της εφέσεως ή της ανακοπής εκδιδομένης αποφάσεως, εφόσον από τη διάταξη αυτή, δεν προκύπτει νομοθετική βούληση καταργήσεως ειδικών διατάξεων, οι οποίες προκειμένου να επιτευχθεί η ταχεία επίλυση διοικητικής διαφοράς, υπαχθείσης στη δικαιοδοσία των τακτικών πολιτικών δικαστηρίων, δεν επιτρέπουν το ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως. Κατάργηση τέλος των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 2 του α.ν. 263/1968, ούτε τα άρθρα 20 παρ. 1 και 111 παρ. 1 του Συντάγματος του, συνδυαζόμενα, επέφεραν, αφού οι διατάξεις αυτές (του α.ν. 263/1968), δεν είναι δυνατόν ενόψει και των υποθέσεων που αφορούν, να θεωρηθεί ότι ματαιώνουν ή περιορίζουν σε τέτοιες υποθέσεις, την, κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος και το άρθρο 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως της Ρώμης "δια την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών" που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974, διασφαλιστέα, εκ μέρους της Πολιτείας, παροχή έννομης δικαστικής προστασίας, για την επιβαλλομένη ουσιαστικότητα της οποίας δεν προϋποτίθεται το προσβλητό της εκδιδομένης αποφάσεως με αίτηση αναιρέσεως (σχ. Ολ.Α.Π. 8/2003, Α.Π. 1094/2008, 269/2004, 1737/2002, 489/1991, ΑΠ 119/1988). Συνεπώς αίτηση αναιρέσεως με την οποία προσβάλλεται απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, εκδοθείσα επί εφέσεως κατ’ αποφάσεως Ειρηνοδικείου, απορριπτικής ανακοπής κατά πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής, εκδιδομένου κατά το άρθρο 2 παραγρ. 1 του α.ν. 263/1968, ή η τελεσίδικη, τυχόν πρωτοβάθμια ειρηνοδικειακή απόφαση, είναι απαράδεκτη, αφού προσβάλλει απόφαση μη υποκείμενη στο ένδικο μέσο της αιτήσεως αναιρέσεως ( Α.Π. 1740/2017 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 1387/2013, 1094/2008, 269/2004, 1829/2001, 119/1988).

Επί πλέον από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 2, 2 του ΑΝ 263/1968 και 15 του ν. 719/1977 προκύπτει ότι, για την έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής απαιτείται να συντρέχουν οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) πρέπει να πρόκειται περί δημοσίου κτήματος, ήτοι περί κτήματος ανήκοντος στην περιουσία του κράτους δημοσία ή ιδιωτική, β) τούτο να ευρίσκεται αναμφισβητήτως υπό την κατοχή του Δημοσίου και όχι απλώς το Ελληνικό Δημόσιο να διεκδικεί κυριότητα ή νομή επ’ αυτού και γ) να έλαβε χώρα αυθαίρετη κατάληψη άνευ της θελήσεως του κράτους επί σκοπώ κτήσεως δικαιωμάτων, αδιαφόρως του χρόνου κατά τον οποίο έγινε αυτή (κατάληψη). Επομένως εάν ελλείπει έστω και μία εκ των προϋποθέσεων αυτών, πρωτόκολλο δεν δύναται να συνταχθεί, εάν δε τυχόν εξεδόθη ακυρούται κατόπιν ανακοπής του καθ` ου, καθώς και κάθε άλλου που έχει έννομο συμφέρον (Κ.Πολ.Δικ. 583 επ. Κ. Μπέη ΝοΒ 16.983, ΜΠρΘηβ. 14/1975 Ελ. Δικ. 1975. 201), το δε Δημόσιο ή ΟΤΑ για να τύχει προστασίας πρέπει να εγείρει την αγωγή που του παρέχεται από άλλες διατάξεις. Αντικείμενο δηλαδή της εκ της ανακοπής ανοιγόμενης δίκης ενώπιον του Ειρηνοδικείου δεν είναι η αναγνώριση της κυριότητας ή έστω η προσωρινή ρύθμιση της νομής επί της ανωτέρω εκτάσεως, αλλά η κρίση περί της συνδρομής των νομίμων προϋποθέσεων του κύρους του προσβαλλόμενου πρωτοκόλλου ( βλ. Π. Τζίφρα, Ασφ. Μέτρα εκδ. Α` σελ. 512 επ. όπου και παραπομπές στη νομολογία).


ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ ΧΡΗΣΗΣ

Με τις διατάξεις του άρθρ. 115 του από 11/12.11.1929 διατάγματος, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρ. 2 του ν. 4266/1929, όπως το άρθρ. 115 αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 5 του ν. 5895/33 και ακολούθως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με τα άρθρ. 20 του α.ν. 1540/38, 10 του α.ν. 1919/39, 6§1 του α.ν. 1331/1949, 2 του α.ν. 1925/51, 1 του β.δ. 619/1965 και 5§4 του α.ν. 263/1968, ορίζεται, μεταξύ άλλων, ότι σε βάρος εκείνων, οι οποίοι χωρίς συμβατική σχέση καρπώνονται ή κάνουν χρήση δημόσιων κτημάτων ή κτημάτων των οποίων τη νομή ή κατοχή έχει με οποιαδήποτε σύμβαση το Δημόσιο, βεβαιώνεται, κατά την κρίση αγαθού ανδρός και για το χρονικό διάστημα που έκαναν χρήση, αποζημίωση με πρωτόκολλο, το οποίο κοινοποιείται σε αυτόν που καρπώνεται ή χρησιμοποιεί το ακίνητο και ο οποίος δικαιούται να ασκήσει μέσα σε ένα μήνα ανακοπή στον ειρηνοδίκη ή στον πρόεδρο πρωτοδικών, ανάλογα με το ποσό της αποζημίωσης, αυτοί δε, κρίνοντας εκ των ενόντων, ακυρώνουν ή επικυρώνουν το πρωτόκολλο ή περιορίζουν την αποζημίωση, η απόφασή τους, όμως, αν με την ανακοπή αμφισβητείται αυτό τούτο το δικαίωμα του Δημοσίου, δεν ασκεί καμία επιρροή στη δίκη για το δικαίωμα, που θα κινηθεί ενδεχομένως στο αρμόδιο δικαστήριο, δηλαδή η έκβαση της κύριας δίκης είναι ανεξάρτητη από την τύχη του πρωτοκόλλου, το οποίο αν δεν ανακοπεί εμπρόθεσμα ή αν επικυρωθεί ή μεταρρυθμιστεί στη δίκη επί της ανακοπής εκτελείται κατά τον ΚΕΔΕ. Ήδη, μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, αρμοδιότητα για την εκδίκαση της ως άνω ανακοπής έχει, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρ. 1εδ(ε)&(στ), 3§§1&2, 4, 24§1 και 39§1 του ΕισΝΚΠολΔ, το μονομελές πρωτοδικείο σε πρώτο βαθμό (ΟλΑΠ 5/1985, 67/2012, 1408/2012) και το εφετείο σε δεύτερο. Η αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου επιβεβαιώθηκε και με το άρθρ. 326§3 του ν. 4072/2012, με το οποίο ορίστηκε ακόμη ότι αν η εκδιδόμενη απόφαση ακυρώσει το πρωτόκολλο για λόγους που αφορούν την κυριότητα ή τη νομή του κτήματος, ο ανακόπτων οφείλει να ασκήσει τακτική αγωγή μέσα σε προθεσμία ενενήντα ημερών από την επίδοση της απόφασης, αλλιώς το πρωτόκολλο παραμένει σε ισχύ και εκτελείται. Η αποζημίωση για την αυθαίρετη κάρπωση ή χρήση δημόσιου κτήματος ή κτήματος που βρίσκεται στη νομή ή κατοχή του Δημοσίου με οποιαδήποτε σύμβαση έχει το χαρακτήρα ανταλλάγματος για την ωφέλεια που η αυθαίρετη κάρπωση ή χρήση του κτήματος αποφέρει σε εκείνον που την κάνει, δηλαδή ανταλλάγματος που οφείλει να είναι ανάλογο μ’ αυτό που θα απέφερε η εκμίσθωση του κτήματος, νοείται δε ως χρήση του κτήματος όχι η απλή κατοχή του, έστω και αν αυτή προσφέρει τη δυνατότητα κάρπωσης του κτήματος, αλλά η λήψη ωφελειών από την πραγματική κάρπωση και χρήση του κτήματος ΑΠ 287/2016 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 478/2004, 541/2006, 929/2014).

Η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου τέμνει οριστικά τη διαφορά ως προς την οφειλή και το ποσό της αποζημίωσης για την κατάληψη δημόσιου κτήματος, παρά την ακολουθούμενη διαδικασία, η παραπομπή στην οποία έγινε για λόγους ταχύτητας και μόνον και δεν αφορά τη λήψη ασφαλιστικού ή ρυθμιστικού της κατάστασης μέτρου. Για το λόγο αυτό δεν ίσχυε γι’ αυτήν την απόφαση η απαγόρευση του άρθρου 699 ΚΠολΔ, αλλά υπέκειτο στα προβλεπόμενα από τον ΚΠολΔ ένδικα μέσα της έφεσης και της αναίρεσης (αρθ. 511 και 552 ΚΠολΔ), καθόσον η άνω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 115 του ΠΔ της 11/12-11-1929, που απαγόρευε την άσκηση ενδίκων μέσων κατ’ αυτής θεωρήθηκε ότι έχει καταργηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ (ΟλΑΠ 38, 21, 22/2002, ΑΠ 1379/2013, ΑΠ 40/2013, ΑΠ 374/2012, ΑΠ 67/2012, ΑΠ 1945/2009, ΑΠ 481/2008).Ήδη όμως, με το άρθρο 326 παρ. 3 του ν. 4072/2012, που άρχισε να ισχύει από 11-4-2012, αντικαταστάθηκαν τα εδάφια δέκατο και ενδέκατο του άνω άρθρου 115 του πδ από 11/12-11-1929 και ρητά επαναλήφθηκε η απαγόρευση άσκησης ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων που εκδίδονται επί ανακοπών κατά πρωτοκόλλου αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημοσίων κτημάτων. Με δεδομένο ότι το παραδεκτό των ενδίκων μέσων, κατ’ άρθρο 24 παρ. 1 του ΕισΝΚΠολΔ, κρίνεται σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά τον χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης και ενόψει του ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν υφίσταται ειδικότερη ρύθμιση, αφού ο άνω νόμος (4072/2012) δεν περιλαμβάνει μεταβατική διάταξη ή άλλη διάταξη για τις κατά τη δημοσίευση του εκκρεμείς δίκες επί των ανακοπών κατά πρωτοκόλλου αποζημίωσης για αυθαίρετη χρήση δημοσίου κτήματος, η απαγόρευση άσκησης ενδίκων μέσων κατά των αποφάσεων αυτών καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς επ’ αυτών δίκες ( ΑΠ 1765/2017 Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 929/2014, ΑΠ 18/21).


ΕΞΩΔΙΚΗ ΛΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ

Ακόμη ο καθ’ ου εξεδόθη το καθορίζον την αποζημίωση πρωτόκολλο, αμφισβητώντας την ορθότητα αυτού, δύναται να προτείνει την εξώδικη λύση της διαφοράς μεταξύ αυτού και του Οικονομικού Εφόρου (πλέον Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου). Η πρόταση υποβάλλεται ενώπιον του προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου με ιδιαίτερη αίτηση και εντός της δια την ανακοπή προβλεπόμενη προθεσμία. Εντός της αυτής προθεσμίας ο αιτούμενος την εξώδικη λύση υποχρεούται να προσκομίσει τα προς υποστήριξη της αιτήσεως του αποδεικτικά στοιχεία και να αναπτύξει τους ισχυρισμούς του. Ο προϊστάμενος της Κτηματικής Υπηρεσίας του Δημοσίου, εφόσον κρίνει εν όλω ή εν μέρει βάσιμο το αίτημα, δύναται να αποδεχθεί την ακύρωση του πρωτοκόλλου ή τον περιορισμό της καθορισθείσας αποζημίωσης (άρθρο 115 α’ όπως αυτό προστέθηκε στο από 11/12 Νοεμβρίου 1929 Διάταγμα «περί διοικήσεως δημοσίων κτημάτων» ,ε το άρθρο 7 παρ. 1 του Ν. 719/1977).


ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΑΥΤΟΓΝΩΜΟΝΟΣ ΕΠΙΛΑΜΒΑΝΟΜΕΝΟΥ ΟΙΟΥΔΗΠΟΤΕ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΚΤΗΜΑΤΟΣ

Κατά το άρθρο 23 παρ. 1 του α.ν.1539/1938 (για την προστασία των δημοσίων κτημάτων), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 παρ. 2 του α.ν. 263/1968 (περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων περί δημοσίων κτημάτων), "ο αυτογνωμόνως επιλαμβανόμενος οιουδήποτε δημοσίου κτήματος, ευρισκομένου αναμφισβητήτως υπό την κατοχή του Δημοσίου, τιμωρείται διωκόμενος αυτεπαγγέλτως δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ (6) μηνών και χρηματικής ποινής τουλάχιστον εκατό χιλιάδων (100.000) δραχμών". Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1 του ν.δ.31/1968 "Περί προστασίας της περιουσίας των Οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως κ.λπ.", ως αντικαταστάθηκε με την παρ. 11 του άρθρου 1 του Ν.2307/1995 "1. Ως προς τα κτήματα των δήμων και κοινοτήτων εφαρμόζεται η νομοθεσία που ισχύει εκάστοτε για την προστασία της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, εκτός από τα άρθρα 8 έως 20 του α.ν. 1539/1938. 2. Όπου στις διατάξεις αυτές αναφέρεται: α) Δημόσιο, β)... νοείται αντίστοιχα: α) οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης, β) ...". Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει ότι, για τη στοιχειοθέτηση του σχετικού εγκλήματος, απαιτείται: α) αυθαίρετη κατάληψη δημοσίου, δημοτικού ή κοινοτικού κτήματος, β) η κατάληψη να έγινε με γνώση του δράστη ότι πρόκειται για δημόσιο, δημοτικό ή κοινοτικό κτήμα, αρκεί δε και ο ενδεχόμενος δόλος και γ) το κτήμα να βρίσκεται στην αναμφισβήτητη κατοχή του Δημοσίου, του δήμου ή της κοινότητας (ΑΠ 199/2015, 717/2014, 292, 846/2010).


781 views0 comments

Recent Posts

See All

Comments


bottom of page