Σύμφωνα με το άρθρο 940 § 3 του Κ.Πολ.Δ., το οποίο παραπέμπει συνολικά στις διατάξεις των άρθρων 914 και 919 Α.Κ., τόσο ως προς το πραγματικό, όσο και ως προς την έννομη συνέπεια, αν ακυρωθεί αμετάκλητα αναγκαστική εκτέλεση, εκείνος κατά του οποίου έγινε η εκτέλεση έχει δικαίωμα να ζητήσει από εκείνον που την επέσπευσε αποζημίωση για τη ζημία του (θετική, αποθετική και διαφυγόν κέρδος), αλλά και χρηματική ικανοποίηση για τη μη περιουσιακή ζημία, δηλαδή την ηθική βλάβη που υπέστη από την ακυρωθείσα αμετακλήτως εκτέλεση. Παρέχεται, δηλαδή, στην περίπτωση αυτή γνήσια ουσιαστικού δικαίου αξίωση αποζημιώσεως στον θιγέντα, στηριζόμενη σε ειδική αδικοπραξία, τα στοιχεία της οποίας ορίζονται σε συνδυασμό με τα άρθρα 914 ή 919 ΑΚ (ΑΠ 475/2017, 792/2015, 1329/2014).
Η κυριότερη διαφορά της § 3 του άρθρου 940 Κ.Πολ.Δ. από τις προηγούμενες § 1 και 2 του ιδίου άρθρου, έγκειται στο γεγονός ότι δεν προβλέπεται ρητά στην παράγραφο αυτή, με την αμετάκλητη ακύρωση της αναγκαστικής εκτέλεσης, το δικαίωμα του καθού η εκτέλεση για επαναφορά των πραγμάτων.
Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 940 § 3 Κ.Πολ.Δ., το άδικο, ως στοιχείο της καθιερούμενης αδικοπραξίας, εντοπίζεται στην επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης και σε οποιαδήποτε πράξη αυτής. Τούτο δε μπορεί να συνίσταται σε λόγους ακυρότητας τόσο ουσιαστικούς, όπως η έλλειψη δικαιώματος, όσο και τυπικούς, συνεπεία των οποίων κρίθηκε αμετάκλητα παράνομη η αναγκαστική εκτέλεση. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρου 914 Α.Κ., για τη θεμελίωση αξίωσης από αδικοπραξία για αποζημίωση καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, απαιτείται να συντρέχουν αθροιστικά οι εξής προϋποθέσεις: α) πράξη ή παράλειψη του δράστη που είναι παράνομη, δηλαδή να αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου που απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, β) η πράξη ή παράλειψη να είναι υπαίτια, δηλαδή να οφείλεται σε δόλο ή αμέλεια του δράστη, ακόμη και ελαφρά, γ) ζημία περιουσιακή ή μη (ηθική βλάβη) και δ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή παράλειψης του δράστη και της περιουσιακής ζημίας ή της ηθικής βλάβης, που κρίνεται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297 και 298 Α.Κ., ότι υφίσταται όταν η υπαίτια συμπεριφορά ήταν ικανή, με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΑΠ 418/2013).
Η χρηματική αποζημίωση του άρθρου 940 § 3 του Κ.Πολ.Δ., αφορά τις περαιτέρω ζημίες που υπέστη ο καθού εξαιτίας της άδικης εκτέλεσης και όχι από την στέρηση του περιουσιακού του αντικειμένου και επιδιώκεται με αυτοτελή καταψηφιστική αγωγή, η οποία εισάγεται στο καθ’ ύλην αρμόδιο κατά τις γενικές διατάξεις δικαστήριο και δικάζεται με την τακτική διαδικασία, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα άσκησης αυτοτελούς αγωγής αποζημίωσης κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών σύμφωνα με τα άρθρα 914 και 919 Α.Κ. ή επιβοηθητικά αγωγής κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού σύμφωνα με τα άρθρο 904 Α.Κ. (ΟλΑΠ 49/2005)
Αποκατάσταση της ηθικής βλάβης μπορούν να ζητήσουν και τα νομικά πρόσωπα, ως μέλη μιας οργανωμένης κοινωνίας, αν με την σε βάρος τους αδικοπραξία, η οποία εκδηλώνεται με πράξεις ή παραλείψεις, προσβλήθηκε η εμπορική τους πίστη, η επαγγελματική τους υπόληψη και γενικά το εμπορικό τους μέλλον.
Σε περίπτωση ακύρωσης διαταγής πληρωμής που εκτελέστηκε και στη συνέχεια ακυρώθηκε, θα πρέπει τόσο η ακύρωση της διαταγής πληρωμής όσο και η ακύρωση της εκτέλεσης να έχουν καταστεί αμετάκλητες και για το νομικά ορισμένο της αγωγής αποζημίωσης από το άρθρο 940 § 3, Κ.Πολ.Δ., θα πρέπει να γίνεται επίκληση του αμετάκλητου στην σχετική αγωγή (ΑΠ 1457/2006, 2044/2014).
Comentarios