Το πρωτόκολλο κατεδάφισης είναι ατομική εκτελεστή διοικητική πράξη και εκδίδεται από την αρμόδια διοικητική αρχή, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου. Στο άρθρο 27 του ν. 2971/2001 (Α΄ 285) ορίζονται τα εξής: «1. Οι διατάξεις για την προστασία των δημοσίων κτημάτων, όπως ισχύουν κάθε φορά, έχουν εφαρμογή και στους χώρους της θαλάσσιας ζώνης λιμένα. 2. Τα πάσης φύσεως κτίσματα και εν γένει κατασκευάσματα, τα οποία έχουν ανεγερθεί ή θα ανεγερθούν χωρίς άδεια στον αιγιαλό ή την παραλία … κατεδαφίζονται, ανεξάρτητα από τον χρόνο ανέγερσής τους ή αν κατοικούνται ή άλλως πως χρησιμοποιούνται … . Προς τούτο ο προϊστάμενος της αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας εκδίδει πρωτόκολλο κατεδάφισης, το οποίο κοινοποιεί, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 2717/1999 «Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας» σε εκείνον που έχει ανεγείρει αυθαιρέτως, ο οποίος οφείλει εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση να κατεδαφίσει τα κτίσματα και να άρει τα πάσης φύσεως κατασκευάσματα από τον αιγιαλό ή την παραλία ...». Σύμφωνα με τις διατάξεις αυτές στην περίπτωση παρανόμως ανεγερθέντος κτίσματος ή εν γένει κατασκευάσματος στον αιγιαλό ή στην παραλία ο προϊστάμενος της κατά τόπο αρμόδιας Κτηματικής Υπηρεσίας εκδίδει πρωτόκολλο κατεδάφισης αυτών, ανεξάρτητα από τον χρόνο ανέγερσης τους ή αν κατοικούνται ή χρησιμοποιούνται με άλλο τρόπο. Με το πρωτόκολλο κατεδάφισης διατάσσεται αυτός που ανήγειρε την αυθαίρετη κατασκευή εντός του αιγιαλού ή της παραλίας να προβεί στην απομάκρυνση της. Το πρωτόκολλο κοινοποιείται σε αυτόν που έχει ανεγείρει αυθαίρετα σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ο οποίος οφείλει εντός 30 ημερών από την κοινοποίηση του να κατεδαφίσει τα κτίσματα και να άρει τις πάσης φύσεως κατασκευές από τον αιγιαλό και την παραλία. Στις διατάξεις του άρθρου 27 του ν. 2971/2001 ρυθμίζεται η περίπτωση που ο ανεγείρων αυθαίρετα είναι άγνωστος (παρ. 3-5). Ακόμη η κατεδάφιση γίνεται με τη συνδρομή των τεχνικών υπηρεσιών της αρμόδιας Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, ύστερα από αίτημα του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας. Αυτή γίνεται σύμφωνα με τις πολεοδομικές διατάξεις, κατόπιν πρότασης του προϊσταμένου της Κτηματικής Υπηρεσίας, ενώ η δαπάνη κατεδάφισης βαρύνει αυτόν που έχει ανεγείρει αυθαιρέτως και εισπράττεται ως δημόσιο έσοδο κατά τις διατάξεις περί εισπράξεως δημοσίων εσόδων. Κατ’ εξαίρεση η εκτέλεση τεχνικών έργων επί του αιγιαλού ή της παραλίας επιτρέπεται μόνο εφ’ όσον τηρηθεί η διαδικασία του άρθρου 12 ή του άρθρου 14 του ν. 2971/2001, αναλόγως της φύσεως του έργου, και με την προϋπόθεση ότι θα τηρηθούν οι όροι προστασίας της ακτής, που αποτελεί ουσιώδες στοιχείο του φυσικού περιβάλλοντος. Εάν η διαδικασία αυτή δεν τηρηθεί, τα επί του αιγιαλού ή εντός της θαλάσσης ανεγερθέντα κτίσματα είναι αυθαίρετα και κατεδαφιστέα (βλ. ΣΕ 747/2014, 4468/2010, 3587/2007, 4951/2005 κ.ά.)
Περαιτέρω η απαγόρευση άσκησης αίτησης προσωρινής ρύθμισης της νομής ή κατοχής ή αίτησης αναστολής εκτέλεσης της κατεδάφισης, άρσης ή απομάκρυνσης ενώπιον οποιουδήποτε Διοικητικού ή Πολιτικού Δικαστηρίου ή άλλης Αρχής, την οποία θεσπίζει η παράγραφος 8 του ιδίου ως άνω άρθρου έχει κριθεί αντισυνταγματική με τις αποφάσεις ΣΤΕ 797/2007, 479/2006, 772/2006, 967/2007, 1059/2007, 292/2004, 590/2010 καθώς και με την υπ` αριθμ. 837/2009 απόφαση ΣΤΕ (ΑΝΑΣΤ).
Κατά του πρωτοκόλλου κατεδάφισης, ως ατομικής εκτελεστής διοικητικής πράξης, ο καθ’ ου δύναται να ασκήσει αίτηση ακύρωσης με την οποία να επιδιώκει την εξαφάνιση του πρωτοκόλλου και την εξαίρεση από την κατεδάφιση. Η εκδίκαση της αίτησης ακύρωσης ανήκει στο κατά τόπο αρμόδιο τριμελές διοικητικό εφετείο, το οποίο εκδικάζει την ακυρωτική διαφορά σε πρώτο βαθμό (ΔΕΙΤΕ: ΣΤΕ 911/2017 Ε΄ Τμήμα, δημοσίευση ΝΟΜΟΣ). Η αίτηση ακύρωσης ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις του π.δ. 18/1989 (άρθρα 45 επ.). Εάν η αίτηση ακύρωσης εισαχθεί στο ΣτΕ, αυτό έχει τη δυνατότητα είτε να κρατήσει στην υπόθεση και να την εκδικάσει είτε να την παραπέμψει στο αρμόδιο κατά τόπο διοικητικό τριμελές εφετείο (άρθρο 34 παρ. 1 εδάφιο τελευταίο του ν. 1968/1991 (Α΄ 150), «Στις ακυρωτικές υποθέσεις, για τις οποίες προβλέπει ειδικώς το άρθρο 1 του ν. 702/1977 το Συμβούλιο της Επικρατείας, εάν κρίνει ότι η υπόθεση είναι της αρμοδιότητας του διοικητικού εφετείου, μπορεί να παραπέμψει σε αυτό ή να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει κατ’ ουσία»).
Κατά της απόφασης του τριμελούς διοικητικού εφετείου επιτρέπεται το ένδικο μέσο της έφεσης, η οποία ασκείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Για το επιτρεπτό της έφεσης υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3900/2010 (Α΄ 213) - το οποίο, κατά το άρθρο 70 του ίδιου νόμου ισχύει από 1.1.2011 - προστέθηκε στην παράγραφο 1 του άρθρου 58 του π.δ. 18/1989 (Α΄ 8) το ακόλουθο εδάφιο: «Η έφεση επιτρέπεται μόνον όταν προβάλλεται από τον διάδικο, με συγκεκριμένους ισχυρισμούς που περιέχονται στο σχετικό δικόγραφο, ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή ότι υπάρχει αντίθεση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς τη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ή άλλου ανωτάτου δικαστηρίου είτε προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου».
Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, ο εκκαλών βαρύνεται δικονομικώς με την υποχρέωση, επί ποινή ολικού ή μερικού απαραδέκτου της έφεσής του, να τεκμηριώσει με ειδικούς και συγκεκριμένους ισχυρισμούς, οι οποίοι περιέχονται στο εισαγωγικό δικόγραφο, για καθέναν από τους προβαλλόμενους λόγους είτε ότι δεν υπάρχει νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, δηλαδή επί ζητήματος ερμηνείας διάταξης νόμου ή γενικής αρχής του ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, η οποία είναι κρίσιμη για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου αγόμενης διαφοράς, είτε ότι οι παραδοχές της εκκαλούμενης απόφασης επί συγκεκριμένου νομικού ζητήματος, η επίλυση του οποίου ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της οικείας υπόθεσης, έρχονται σε αντίθεση προς παγιωμένη ή πάντως μη ανατραπείσα νομολογία, επί του αυτού νομικού ζητήματος και υπό τους αυτούς όρους αναγκαιότητας για τη διάγνωση των σχετικών υποθέσεων, ενός τουλάχιστον εκ των τριών ανωτάτων δικαστηρίων (Σ.τ.Ε., Α.Π., Ελ.Σ) ή του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου ή προς ανέκκλητη απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Στην τελευταία περίπτωση, οι αποφάσεις, προς τις οποίες προβάλλεται αντίθεση της εκκαλουμένης, πρέπει να μνημονεύονται ειδικώς και το κριθέν με αυτές νομικό ζήτημα θα πρέπει να ήταν ουσιώδες για την επίλυση των ενώπιον των δικαστηρίων εκείνων διαφορών (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3578/2014, 4987/2012, 3933/2012). Εξ άλλου, η ανωτέρω ρύθμιση εν όψει του περιεχομένου της και του σκοπού, στον οποίο αποβλέπει, δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄ 256), (Σ.τ.Ε. 1105/2016, 4160, 4961/2014, 379/2013, 1547/2012 7μ. κ.ά.).
Περιπτωσιολογία: ΣΤΕ 3077/2017 ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ: Εξ άλλου, κατά την έννοια των ίδιων ως άνω διατάξεων, στην περίπτωση που η ανέγερση του κτίσματος εντός του αιγιαλού έχει λάβει χώρα χωρίς άδεια εκδοθείσα με βάση τη νομοθεσία περί αιγιαλού, αλλά βάσει οικοδομικής άδειας εκδοθείσας σε χρόνο κατά τον οποίο δεν είχε οριοθετηθεί ο αιγιαλός με διοικητική πράξη, η έκδοση πρωτοκόλλου κατεδάφισης του κτίσματος που ανεγέρθηκε κατ’ εφαρμογή της οικοδομικής αυτής άδειας εντός του αιγιαλού, οριοθετηθέντος εκ των υστέρων κατά τρόπο ώστε να περιλαμβάνει το κτίσμα αυτό, δεν είναι επιτρεπτή. Και τούτο διότι, στην περίπτωση αυτή, η ανέγερση του κτίσματος δεν έχει λάβει χώρα χωρίς άδεια, αλλά βάσει οικοδομικής άδειας που την επιτρέπει και παρίσταται, πάντως, ως προϊόν παρεμπίπτουσας κρίσης της οικείας διοικητικής αρχής περί των ορίων του αιγιαλού ως φυσικού φαινομένου, η δε ορθότητα και η νομιμότητα της κρίσης αυτής, που δεν θα ήταν, άλλωστε, δυνατόν να αμφισβητηθούν ακόμη και από τον καλόπιστο διοικούμενο που υπέβαλε το αίτημα για την έκδοση της οικοδομικής άδειας σε χρόνο που δεν είχε εκδοθεί η σχετική διαπιστωτική πράξη της Διοίκησης, δεν επιτρέπεται να ελεγχθεί παρεμπιπτόντως ούτε από το αρμόδιο για την έκδοση του πρωτοκόλλου κατεδάφισης κατά την περί αιγιαλού νομοθεσία διοικητικό όργανο. Η έκδοση, αντιθέτως, του πρωτοκόλλου κατεδάφισης χωρεί νομίμως μετά την ανάκληση της οικοδομικής άδειας (πρβλ. ΣτΕ 3942/2013, 4568/2011, 3998/2008 κ.ά.), η οποία μη νομίμως είχε επιτρέψει την ανέγερση του κτίσματος (βλ. ΣτΕ, 3622/2014 7μ., 3354/2014 7μ., πρβλ. ΣτΕ 585/2016 7μ.).
Η πολιτεία μετά τις καταστροφικές πυρκαγιές στο Μάτι Αττικής επανέφερε το θέμα της εκτέλεσης των επί πολλά έτη ανεκτέλεστων πρωτοκόλλων κατεδάφισης παράνομων κτισμάτων που είχαν ανεγερθεί στον Αιγιαλό, εκδίδοντας σχετική νομοθετική πράξη.
Comments